- συγκαμπτός
- -ή, -όν, Α [συγκάμπτω]λυγισμένος, καμπύλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαμπτῶν — συγκαμπτός flexed fem gen pl συγκαμπτός flexed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπτόν — συγκαμπτός flexed masc acc sg συγκαμπτός flexed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπτή — συγκαμπτός flexed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)